Υπερχοληστερολαιμία: ένας «ύπουλος» εχθρός

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η γνώση μας σχετικά με τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η υψηλή χοληστερόλη στην καρδιαγγειακή νόσο, την πρώτη αιτία νοσηρότητας και θνητότητας στον Δυτικό Κόσμο έχει εμπλουτιστεί σημαντικά. Γνωρίζουμε ότι οι εναποθέσεις χοληστερόλης στις αρτηρίες ξεκινούν ήδη από την εφηβική ηλικία και σχηματίζουν με την πάροδο του χρόνου τις λεγόμενες αθηρωματικές πλάκες. Οι πλάκες αυτές μπορεί να προκαλέσουν στενώσεις στα αγγεία, εμποδίζοντας τη ροή του αίματος ή, ακόμα χειρότερα, να σπάσουν απότομα και να σχηματίσουν θρόμβο, οδηγώντας σε ένα έμφραγμα ή σε ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Η χοληστερόλη πρέπει να ελέγχεται προληπτικά, πριν εκδηλωθεί καρδιαγγειακή νόσος

Αυτό αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τον ιατρικό κόσμο και για τον πληθυσμό γιατί η υπερχοληστερολαιμία από μόνη της δεν έχει συμπτώματα και άρα δεν μας οδηγεί στο γιατρό. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, την έλλειψη συμπτωμάτων πολλά από τα άτομα που γνωρίζουν το πρόβλημα διακόπτουν μετά από λίγο καιρό τις υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις και τη φαρμακευτική αγωγή, καθώς δεν αισθάνονται ότι νοσούν.

Γι’ αυτό και η προσπάθειά μας είναι να ευαισθητοποιήσουμε τα ενήλικα άτομα στην ανάγκη προσδιορισμού του λιπιδαιμικού τους προφίλ νωρίς στην ενήλικη ζωή τους. Πώς μπορεί να γίνει αυτός ο προσδιορισμός; Με μια απλή εξέταση αίματος που θα περιλαμβάνει το λιπιδαιμικό προφίλ και στη συνέχεια εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου από τον ιατρό με βάση τα αποτελέσματα της εξέτασης και συζήτηση με το υπό εξέταση άτομο, έτσι ώστε από κοινού με τον ιατρό του να δεσμευτεί σε μια διαρκή προσπάθεια.

Η τιμή της χοληστερόλης και ο ρόλος του ιατρού

Είναι βασικό να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει ένα ανώτατο φυσιολογικό όριο χοληστερόλης στο οποίο στοχεύουμε σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς αυτό το όριο διαφοροποιείται ανάλογα με το αν το άτομο έχει και άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, ή αν έχει ήδη εκδηλώσει αγγειακή νόσο (για παράδειγμα αν έχει κάνει ένα triplex καρωτίδων που δείχνει στενώσεις). Η συναξιολόγηση του ιστορικού και των άλλων εξετάσεων προσδιορίζει τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο του ατόμου. Αν αυτός είναι υψηλός πρέπει να καθοριστεί ένα εξατομικευμένο πλάνο με συγκεκριμένους στόχους που θα ελέγχονται περιοδικά. Στα άτομα πολύ υψηλού κινδύνου η LDL χοληστερόλη πρέπει να είναι κάτω από 55 mg/dL, στα άτομα υψηλού κινδύνου πρέπει να είναι κάτω από 70 mg/dL και στα άτομα χωρίς παράγοντες κινδύνου (π.χ. παχυσαρκία, υπέρταση, κάπνισμα, σακχαρώδης διαβήτης) πρέπει να είναι κάτω από 100 mg/dL.

Τα φάρμακα είναι μέρος της θεραπείας αλλά δεν είναι όλη η θεραπεία

Κάθε σωστή παρέμβαση πρέπει να έχει ως βάση τις υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις. Πρέπει να προσεγγίσουμε ένα πιο υγιεινό τρόπο ζωής με περισσότερη άσκηση αλλά και καθημερινή κίνηση, απώλεια περιττού βάρους και καλύτερες διατροφικές συνήθειες με λιγότερα λιπαρά, ειδικά ζωικά και τρανς λιπαρά όπως αυτά που παράγονται για παράδειγμα κατά το τηγάνισμα. Και βέβαια να βοηθήσουμε τους καπνιστές να σταματήσουν το κάπνισμα. Το ελπιδοφόρο είναι ότι τα νέα άτομα είναι πλέον πολύ δεκτικά σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις, ειδικά όταν βλέπουν να υπάρχει ένα ξεκάθαρο, προσαρμοσμένο σε αυτά πλάνο.
Εάν εξαντληθεί ο χρονικός ορίζοντας αυτών των παρεμβάσεων χωρίς να έχει επιτευχθεί ο στόχος που θα έχει τεθεί, τότε σε αυτές θα προστεθεί και φαρμακευτική αγωγή. Έτσι π.χ. τα άτομα που έχουν οικογενή, (κληρονομική) υπερχοληστερολαιμία, πιθανότατα θα χρειαστούν επιπλέον παρέμβαση. Ευτυχώς η θεραπευτική μας φαρέτρα περιλαμβάνει νέα αποδοτικά «όπλα» που μπορούν να βοηθήσουν να επιτευχθεί το ζητούμενο αποτέλεσμα. Σε όλες όμως αυτές τις παρεμβάσεις μετράει τόσο το αποτέλεσμα όσο και η διάρκεια του αποτελέσματος.

Πώς θα εντοπίσουμε τους ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία;

Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία ανήκει στην κατηγορία των πρωτοπαθών δυσλιπιδαιμιών και οφείλεται σε ένα «ελαττωματικό» γονίδιο του υποδοχέα των σωματιδίων LDL (της λεγόμενης «κακής» χοληστερόλης) που κληρονομεί ένα άτομο από τους γονείς του. Το πάσχον άτομο μπορεί να συνδυάζει ένα ελαττωματικό γονίδιο με ένα φυσιολογικό γονίδιο (ετερόζυγη υπερχοληστερολαιμία) ή δύο ελαττωματικά γονίδια (ομόζυγη υπερχοληστερολαιμία). Υπολογίζεται ότι στον γενικό πληθυσμό ένα στα 300 άτομα έχει την ετερόζυγη μορφή και ένα στα 600.000 την ομόζυγη. Και στις δύο περιπτώσεις ισχύει το «όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα». Νέα άτομα που έχουν συγγενείς πρώτου βαθμού με καρδιαγγειακά επεισόδια, ειδικά σε ηλικία μικρότερη των 55 ετών για τους άντρες και των 65 ετών για τις γυναίκες θα πρέπει να ξεκινήσουν έλεγχο από την αρχή σχεδόν της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους. Εάν βρεθούν με υψηλές τιμές χοληστερόλης ή, πολύ περισσότερο, διαγνωστούν με οικογενή υπερχοληστερολαιμία θα πρέπει να προχωρήσουν σε συνεννόηση με τον ιατρό τους τόσο σε υγιεινοδιαιτητικές όσο και σε φαρμακευτικές παρεμβάσεις και, φυσικά, να μπουν στη διαδικασία των τακτικών ελέγχων. Κάτι άλλο που μας αφορά όλους είναι η τιμή της λιποπρωτεΐνης Α. Όλοι ανεξαιρέτως πρέπει, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή μας, να μετρήσουμε τη λιποπρωτεϊνη Α στο αίμα μας. Τα άτομα που έχουν λιποπρωτεΐνη Α μεγαλύτερη από 180mg/dL, έχουν τον ίδιο ισόβιο καρδιαγγειακό κίνδυνο με τα άτομα που πάσχουν από ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία και είναι, δυστυχώς περισσότερα από αυτά.

Λιπιδαιμικό Καρδιομεταβολικό Κέντρο Metropolitan Hospital

Στο Μetropolitan Hospital λειτουργεί από το 2019 Κέντρο Λιπιδίων το οποίο μαζί με το Ιατρείο Υπέρτασης πλαισιώνουν το πρώτο Διαβητολογικό και Kαρδιομεταβολικό Kέντρο της Ελλάδας. Στο Κέντρο λιπιδίων παρέχεται η πολύπλευρη εξατομικευμένη αντιμετώπιση που απαιτεί η υπερχοληστερολαιμία σε οποιαδήποτε μορφή της, καθώς και όλες οι πρωτογενείς και δευτερογενείς δυσλιπιδαιμίες.