Εξωσωματική γονιμοποίηση

Η ΙΣΤΟΡΙΚH ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΙΑΣ ΠΡΟΜΗΘΕΪΚHΣ ΔΩΡΕAΣ H ΚΑΤ’ AΛΛΟΥΣ ΜΙΑΣ ΕΠΙΜΗΘΕΪΚHΣ YΒΡΕΩΣ

Αν και η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης κατέστη δυνατή και στέφθηκε τελικά από επιτυχία κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, η ιστορική διαδρομή της συγκεκριμένης καινοτόμου επιστημονικής μεθόδου της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, μάς οδηγεί πολλά-πολλά χρόνια πίσω, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα

Η εξωσωματική γονιμοποίηση συνιστώντας μια ιατρική δυνατότητα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής αφορά στη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο εκτός του σώματος της γυναίκας, σε εργαστηριακό περιβάλλον, στη συνέχεια δε μετά τη γονιμοποίηση και τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του εμβρύου, ακολουθεί η εμβρυομεταφορά στη μήτρα της μητέρας. Η εργαστηριακή αυτή διαδικασία παρακάμπτει τη φυσιολογική οδό γονιμοποίησης του ωαρίου από το σπερματοζωάριο μέσα στη σάλπιγγα της γυναίκας, στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι σάλπιγγες έχουν καταστραφεί ή αποφραχθεί, με αποτέλεσμα την υπογονιμότητα, χαρίζοντας τη δυνατότητα σε υπογόνιμα ζευγάρια να γευθούν τελικά τη χαρά της τεκνοποίησης. Τα στάδια αυτής της επαναστατικής υποβοηθούμενης αναπαραγωγικής τεχνολογίας περιλαμβάνουν την ωοληψία, δηλαδή τη συλλογή των ωαρίων από τις ωοθήκες της γυναίκας, την καλλιέργεια των ωαρίων στο εργαστήριο μέσα σε ειδικά τρυβλία με κατάλληλα θρεπτικά υλικά, όπου επιτελείται η γονιμοποίηση από τα σπερματοζωάρια, την ανάπτυξη των εμβρύων μέσα σε ειδικούς επωαστικούς κλιβάνους σε συγκεκριμένες συνθήκες καλλιέργειας, την εμβρυομεταφορά των πλέον κατάλληλων εμβρύων στη μήτρα της γυναίκας και, τέλος, την εμφύτευση των εμβρύων στο ενδομήτριο για να ακολουθήσει η εγκυμοσύνη.

Αν και η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης κατέστη δυνατή και στέφθηκε τελικά από επιτυχία κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, η ιστορική διαδρομή της συγκεκριμένης καινοτόμου επιστημονικής μεθόδου της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, μάς οδηγεί πολλά-πολλά χρόνια πίσω, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Η πρώτη προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης σε ωάρια θηλαστικών διενεργήθηκε από τον αυστριακό εμβρυολόγο Samuel Leopold Schenk (1840-1902) (Εικ. 1) το 1878. Μελετώντας τα ωάρια κουνελιού και ινδικού χοιριδίου, ο Schenk παρατήρησε ότι προέκυψε κυτταρική διαίρεση σε καλλιέργειες μετά την προσθήκη σπέρματος στα ωάρια. Εξάλλου, τη δεκαετία του 1890 ο Βρετανός ζωολόγος και εμβρυολόγος Walter Heape (1855-1929) (Εικ. 2), Καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Cambridge της Αγγλίας, ο οποίος ερευνούσε την αναπαραγωγή διαφόρων ζωικών ειδών, ανακοίνωσε την πρώτη γνωστή περίπτωση εμβρυομεταφοράς σε κουνέλια, πολύ καιρό πριν καν προταθούν ανάλογες εφαρμογές που να αφορούν στην ανθρώπινη γονιμότητα. Εξάλλου, το 1932 ο Άγγλος μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος και σατιρικός συγγραφέας Aldous Huxley (1894-1963) (Εικ. 3) στο περίφημο έργο του επιστημονικής φαντασίας «Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος (Brave New World), περιέγραψε με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο την τεχνική της εξωσωματικής γονιμοποίησης (in vitro fertilization, IVF), όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Το 1934, ο Αμερικανός βιολόγος και ερευνητής Gregory Pincus (1903-1967) (Εικ. 4) και ο Αυστροαμερικανός ιατρός Ernst Vincent Enzmann, από το Εργαστήριο Γενικής Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Harvard, στη Βοστώνη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ), δημοσίευσαν μία ερευνητική εργασία στα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (Proceedings of the National Academy of Sciences of the USA), υποστηρίζοντας την άποψη ότι υπάρχει δυνατότητα τα ωάρια των θηλαστικών να υποβληθούν σε in vitro (εξωσωματική) φυσιολογική ανάπτυξη. Οι δύο αυτοί ερευνητές προσπάθησαν να προβούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση στα κουνέλια, ισχυριζόμενοι ότι είχαν κατορθώσει την πρώτη επιτυχή εγκυμοσύνη, χρησιμοποιώντας εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά μετέπειτα ανάλυση της μελέτης τους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γονιμοποίησή τους επιτεύχθηκε τεχνικά in vivo (στο σώμα) και όχι in vitro (στο γυαλί-εξωσωματικά), καθόσον εμφύτευσαν τα ωάρια στη μήτρα κουνελιού μετά από μόλις 12 ώρες, προτού τα ωάρια έχουν ωριμάσει πλήρως, κι έτσι η γονιμοποίηση στην πραγματικότητα προέκυψε μέσα στο σώμα.

Ο επόμενος σταθμός στην εξωσωματική γονιμοποίηση ήταν το 1951, όταν δύο επιστήμονες εργαζόμενοι ανεξάρτητα, ο Βρετανοαυστραλός καθηγητής Κτηνιατρικής Colin Russel Austin (1914-2004) (Εικ. 5) στην Αυστραλία και ο Κινεζοαμερικανός αναπαραγωγικός βιολόγος Min Chueh Chang (1908-1991) (Εικ. 6) στις ΗΠΑ απέδειξαν ότι τα σπερματοζωάρια πρέπει να ωριμάσουν μέσα από συγκεκριμένα στάδια, προτού αναπτύξουν την ικανότητα να γονιμοποιούν. Το 1959 ο Chang ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει επιτυχώς την εξωσωματική γονιμοποίηση για να καταστήσει έγκυο ένα κουνέλι. Βέβαια, σημαντική πρόοδος στην ανάπτυξη μιας επιτυχούς τεχνικής εξωσωματικής γονιμοποίησης με ανθρώπινα έμβρυα δεν παρατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1970.

Ο Βρετανός μαιευτήρας-γυναικολόγος Patrick Steptoe (1913-1988) (Εικ. 7), ο οποίος εργαζόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Oldham στην περιοχή του Manchester της Αγγλίας (Greater Manchester) και ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος στην εφαρμογή της λαπαροσκόπησης στη Γυναικολογία, δημιούργησε μια ομάδα με τον επίσης Βρετανό βιολόγο και φυσιολόγο Robert Edwards (1925-2013) (Εικ. 8), καθηγητή Ανθρώπινης Αναπαραγωγής στο Πανεπιστήμιο Cambridge της Αγγλίας, προσπαθώντας να επιτελέσει μια επιτυχή εγκυμοσύνη σε ανθρώπους, χρησιμοποιώντας εξωσωματική γονιμοποίηση. Η συνεργασία τους άρχισε το 1968, όταν ο Edwards παρακολούθησε μια διάλεξη που έδωσε ο Steptoe σχετικά με τη λαπαροσκόπηση, στη Βασιλική Ιατρική Εταιρεία (Royal Society of Medicine) του Λονδίνου. Αρχικά κατόρθωσαν επιτυχή γονιμοποίηση και κυτταρική διαίρεση ωαρίων in vitro (σε ένα τρυβλίο Petri) με προσφάτως εξαχθέν σπέρμα, αλλά δεν ήταν σε θέση να εμφυτεύσουν επιτυχώς το γονιμοποιημένο ωάριο σε μία γυναικεία μήτρα μέχρι το 1978. Όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσαν να ρυθμίσουν τα επίπεδα ορμονών της γυναίκας, μέχρις ότου ωριμάσουν πλήρως τα ωάρια και στη συνέχεια να αφαιρέσουν αρκετά ωάρια από τις ωοθήκες λαπαροσκοπικά, με μια δηλαδή επεμβατική χειρουργική τεχνική, η οποία απαιτεί είσοδο ενδοπεριτοναϊκά διά μέσου του ομφαλού. Οι Steptoe και Edwards γονιμοποιούσαν τα ωάρια in vitro (εξωσωματικά) και περίμεναν μέχρις ότου τα γονιμοποιημένα ωάρια διαιρεθούν σε οκτώ κύτταρα, προτού να τα εμφυτεύσουν στη γυναικεία μήτρα. Στην πραγματικότητα, έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, περίμεναν μέχρις ότου το γονιμοποιημένο ωάριο διαιρεθεί σε 100 κύτταρα πριν από την εμφύτευση. Το 1976 οι Steptoe και Edwards (Εικ. 9) άρχισαν να παρακολουθούν ένα στείρο ζευγάρι, τη Lesley και τον John Brown, σε μια δε επιτυχημένη προσπάθεια το 1977, μετέφεραν ένα γονιμοποιημένο ωάριο τα μεσάνυχτα, την ώρα που το ωάριο ήταν ώριμο και έτοιμο. Τη χρονική στιγμή της μεταφοράς αρχικά τη θεώρησαν τυχαία, αργότερα δε ανακάλυψαν ότι ήταν καθοριστική, καθώς συνειδητοποίησαν ότι οι ημερήσιοι κύκλοι των ορμονικών επιπέδων είναι κρίσιμοι για την επιτυχή εμφύτευση του ωαρίου στο τοίχωμα της μήτρας. Η όλη προσπάθεια στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία και στις 25 Ιουλίου του 1978, η Lesley έφερε στον κόσμο τη Louise Brown, το πρώτο «μωρό του σωλήνα», στο Γενικό Νοσοκομείο Oldham, στην περιοχή του Manchester της Αγγλίας (Εικ. 10). Περαιτέρω, η ομάδα των Steptoe και Edwards πέτυχε και την πρώτη σύλληψη αγοριού στον κόσμο με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, με αποτέλεσμα στις 14 Ιανουαρίου 1979 να γεννηθεί στην Glasgow της Σκωτίας o Alastair MacDonald (Εικ. 11).

Από τη γέννηση της Louise Brown, περισσότερα από 3.000.000 μωρά έχουν γεννηθεί ως αποτέλεσμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης και άλλων τεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Η λαπαροσκοπική μέθοδος δεν χρησιμοποιείται πλέον για τη λήψη ωαρίων από τις ωοθήκες, αντ’ αυτής δε οι ιατροί χρησιμοποιούν τη διακολπική ανάκτηση ωοκυττάρων, όπου με τη χρησιμοποίηση υπερήχων καθοδηγούν μια βελόνα διά μέσου του κολπικού τοιχώματος και εισέρχονται στις ωοθήκες για τη λήψη ωαρίων (Εικ. 12). Κατ’ αυτόν τον τρόπο μειώνονται οι κίνδυνοι οι οποίοι σχετίζονται με την αναισθησία που απαιτείται για τη λαπαροσκόπηση, καθώς επίσης και το κόστος της διαδικασίας. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η επακόλουθη χρήση διεγερμένων κύκλων με κιτρική κλομιφαίνη (clomiphene citrate), έναν οιστρογονικό αγωνιστή και ανταγωνιστή που προκαλεί βελτίωση της έκκρισης της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH) και, τελικά, της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH), με αποτέλεσμα την πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας, καθώς επίσης και η χρήση ανθρώπινης χοριονικής (χοριακής) γοναδοτροπίνης (γοναδοτροφίνης) (hCG) για τον έλεγχο και τον χρονισμό της ωρίμανσης των ωοκυττάρων με αποτέλεσμα τον έλεγχο του χρόνου συλλογής, μετέτρεψε την εξωσωματική γονιμοποίηση από ερευνητικό εργαλείο σε κλινική μέθοδο θεραπευτικής αντιμετώπισης της υπογονιμότητας. Τέλος, η δυνατότητα κατάψυξης και κρυοσυντήρησης των γονιμοποιημένων ωαρίων/εμβρύων, με την προοπτική εμβρυομεταφοράς και εμφύτευσης στη μήτρα σε ύστερο χρόνο, βελτίωσε σημαντικά το κατορθωτό της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Το 2010 απονεμήθηκε στον Robert Edwards το βραβείο Nobel στη Φυσιολογία ή Ιατρική, σε αναγνώριση της προσφοράς του για την ανάπτυξη της εξωσωματικής γονιμοποίησης (Εικ. 13). Δυστυχώς, το βραβείο Nobel στη Φυσιολογία ή Ιατρική δεν απονεμήθηκε στον Patrick Steptoe, καθόσον βάσει του κανονισμού της σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών και της Συνέλευσης Nobel του Karolinska Institute της Στοκχόλμης δεν επιτρέπεται η απονομή μετά θάνατον του βραβείου Nobel.

Βέβαια κάθε ρηξικέλευθο επιστημονικό επίτευγμα, στο μακρύ διάβα της εξέλιξης του ανθρώπου, εγείρει πολλές φορές ηθικά διλήμματα ή ζητήματα. Έτσι και στην περίπτωση «του μωρού του σωλήνα» δημιουργήθηκαν πολλές ενστάσεις και βιοηθικοί προβληματισμοί σχετικά με το ποιος στην ουσία είναι «ο ιδιοκτήτης» των εμβρύων, καθώς επίσης και για το κατά πόσο θα πρέπει να επιτρέπεται στους επιστήμονες να διεξαγάγουν πειράματα για την προαγωγή της έρευνας των βλαστοκυττάρων, με τα κατεψυγμένα και κρυοσυντηρημένα έμβρυα που περισσεύουν και δεν εμφυτεύονται στη μήτρα. Την απάντηση σε τέτοιου είδους βιοηθικά διλήμματα μπορεί να δώσει η επιστημονική κοινότητα, ανατρέχοντας στην Αρχαία Ελληνική Σοφία, αναμιμνησκόμενη τη ρήση του Ιπποκράτη «ασκέειν, περί τα νουσήματα δύο, ωφελέειν ή μη βλάπτειν» και το απόσπασμα από τον «Μενέξενο» του Πλάτωνα «πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»!

 alt=

Ο Αυστριακός εμβρυολόγος Samuel Leopold Schenk (1840-1902).

O Βρετανός ζωολόγος και εμβρυολόγος Walter Heape (1855-1929).

O Βρετανός ζωολόγος και εμβρυολόγος Walter Heape (1855-1929).

Ο Άγγλος μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος και σατιρικός συγγραφέας Aldous Huxley (1894-1963).

Ο Άγγλος μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος και σατιρικός συγγραφέας Aldous Huxley (1894-1963).

Ο Αμερικανός βιολόγος και ερευνητής Gregory Pincus (1903-1967).

Ο Αμερικανός βιολόγος και ερευνητής Gregory Pincus (1903-1967).

Ο Βρετανοαυστραλός καθηγητής Κτηνιατρικής Colin Russel Austin (1914-2004).

Ο Βρετανοαυστραλός καθηγητής Κτηνιατρικής Colin Russel Austin (1914-2004).

Ο Κινεζοαμερικανός αναπαραγωγικός βιολόγος Min Chueh Chang (1908-1991).

Ο Κινεζοαμερικανός αναπαραγωγικός βιολόγος Min Chueh Chang (1908-1991).

Ο Βρετανός μαιευτήρας-γυναικολόγος Patrick Steptoe (1913-1988).

Ο Βρετανός μαιευτήρας-γυναικολόγος Patrick Steptoe (1913-1988).

Ο Βρετανός βιολόγος και φυσιολόγος Robert Edwards (1925-2013).

Ο Βρετανός βιολόγος και φυσιολόγος Robert Edwards (1925-2013).

Οι Βρετανοί πρωτοπόροι της εξωσωματικής γονιμοποίησης Patrick Steptoe και Robert Edwards, στη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης στις 14 Φεβρουαρίου 1969.

Οι Βρετανοί πρωτοπόροι της εξωσωματικής γονιμοποίησης Patrick Steptoe και Robert Edwards, στη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης στις 14 Φεβρουαρίου 1969.

Το πρώτο «μωρό του σωλήνα», η Louise Brown, με τους γονείς της Lesley και John Brown, τον Ιούλιο του 1978.

Το πρώτο «μωρό του σωλήνα», η Louise Brown, με τους γονείς της Lesley και John Brown, τον Ιούλιο του 1978.

Ο Robert Edwards μαζί με τον Alastair MacDonald το 1981.

Ο Robert Edwards μαζί με τον Alastair MacDonald το 1981.

Διακολπική ανάκτηση ωοκυττάρων (transvaginal oocyte retrieval).

Διακολπική ανάκτηση ωοκυττάρων (transvaginal oocyte retrieval).

Το δίπλωμα του Βραβείου Nobel στη Φυσιολογία ή Ιατρική, το οποίο απονεμήθηκε το 2010 στον Robert Edwards.

Το δίπλωμα του Βραβείου Nobel στη Φυσιολογία ή Ιατρική, το οποίο απονεμήθηκε το 2010 στον Robert Edwards.