Κακώσεις κεφαλής στα παιδιά

Πώς συμβαίνουν, πώς ταξινομούνται, πώς αντιμετωπίζονται

Οι πτώσεις αποτελούν τη συχνότερη αιτία κάκωσης κεφαλής στα παιδιά μέχρι 12 ετών. Αντιθέτως, στους εφήβους οι πιο συχνοί μηχανισμοί κάκωσης κεφαλής είναι οι επιθέσεις, τα τροχαία και οι αθλητικές κακώσεις. Δυστυχώς, ένα μεγάλο ποσοστό των κακώσεων κεφαλής στα τροχαία ατυχήματα και στα ατυχήματα με ποδήλατο συμβαίνουν επειδή το παιδί δεν φοράει ζώνη ασφαλείας (36%) ή κράνος (72%) γεγονός που αποκαλύπτει και την ευθύνη των ενηλίκων γονέων ή κηδεμόνων τους.

Γιατί τα παιδιά κινδυνεύουν περισσότερο από κακώσεις κεφαλής

Οι ανατομικές ιδιαιτερότητες των παιδιών τα καθιστούν πιο ευαίσθητα σε σχέση με τους ενήλικες όσον αφορά τον τραυματισμό του εγκεφάλου τους. Αυτό συμβαίνει επειδή αφενός το κεφάλι των παιδιών είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το σώμα τους, και αφετέρου η σταθερότητά του εξαρτάται περισσότερο από τους συνδέσμους παρά από τα οστά της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, σε αντίθεση με τους ενήλικες. Εξάλλου, λόγω του μικρού αναστήματός τους, τα παιδιά-πεζοί διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο άμεσης κάκωσης του εγκεφάλου κατά την εμπλοκή τους σε τροχαία ατυχήματα, αφού το κεφάλι τους είναι συνήθως το σημείο πρώτης επαφής, με αποτέλεσμα να απορροφά το μεγαλύτερο ποσοστό των ασκούμενων δυνάμεων.

Βαρύτητα και συμπτώματα

Γενικά, οι κακώσεις κεφαλής στα παιδιά διακρίνονται σε τρεις βαθμούς βάσει βαρύτητας: α) στην απλή κάκωση κεφαλής (98% των περιπτώσεων), β) στη μέτριας βαρύτητας και γ) στη βαριά κάκωση κεφαλής.

Μετά από μια απλή κάκωση κεφαλής το παιδί διατηρεί τις αισθήσεις του, θυμάται επακριβώς τα γεγονότα πριν και μετά το συμβάν, δεν κάνει εμέτους και δεν εμφανίζει κανένα νευρολογικό σύμπτωμα. Αντιθέτως, μπορεί να εμφανίζει κεφαλαλγία, ζάλη ή να φέρει εξωτερικές κακώσεις, όπως ένα θλαστικό τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής ή έναν μώλωπα, με ή χωρίς οίδημα των μαλακών μορίων (καρούμπαλο).

Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της μέτριας και της βαριάς κάκωσης του εγκεφάλου είναι η μειωμένη επικοινωνία με το περιβάλλον (άλλοτε άλλης βαρύτητας) συνοδευόμενη από έντονο πονοκέφαλο, εμέτους και νευρολογική συμπτωματολογία (αδυναμία άκρων, μουδιάσματα κτλ.).

Προγνωστική αξία της διάκρισης βαρύτητας

Η προαναφερόμενη διάκριση της βαρύτητας της κάκωσης του εγκεφάλου σε τρεις βαθμούς έχει, εκτός των άλλων, σημαντική προγνωστική αξία. Δηλαδή μπορούμε από την αρχή να προβλέψουμε βάσει πιθανοτήτων και αναλόγως του βαθμού βαρύτητας της κάκωσης την εξέλιξη της κλινικής εικόνας των μικρών ασθενών. Έτσι, ενώ η πλειοψηφία των ασθενών με απλή κάκωση κεφαλής έχει άριστη πρόγνωση η πρόγνωση των ασθενών με βαριά κάκωση κεφαλής είναι εξαιρετική μόνο στο ένα τρίτο των περιπτώσεων, ενώ οι υπόλοιποι ασθενείς επιβιώνουν με αναπηρία, σε φυτική κατάσταση ή οδηγούνται στο θάνατο.

Οι πρωτοπαθείς βλάβες που μπορεί να προκληθούν στο κρανίο και στον εγκέφαλο ενός παιδιού από ένα χτύπημα στο κεφάλι κυμαίνονται από έναν απλό τραυματισμό του τριχωτού της κεφαλής (θλαστικό τραύμα, κεφαλαιμάτωμα κτλ.) ή ένα κάταγμα του κρανίου, μέχρι την ανάπτυξη εγκεφαλικών θλάσεων ή την εμφάνιση διάχυτης αξονικής βλάβης. Η συχνότερη πάντως βλάβη που αποκαλύπτεται στην αξονική τομογραφία εγκεφάλου είναι το οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, ενώ ακολουθεί η υπαραχνοειδής αιμορραγία και οι εγκεφαλικές θλάσεις.

Δυστυχώς όμως τα παιδιά με βαριά κάκωση κεφαλής, εκτός των πρωτογενών βλαβών του εγκεφάλου, έχουν και αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης δευτερογενών βλαβών (εγκεφαλικό οίδημα, αναπνευστική ανεπάρκεια και εγκολεασμός) λόγω αύξησης της ενδοκρανίου πιέσεως.

Απεικονιστικές εξετάσεις και ο ρόλος του νευροχειρουργού

Οι απεικονιστικές εξετάσεις που μπορούν να βοηθήσουν στη διερεύνηση ενός χτυπήματος στο κεφάλι ενός παιδιού είναι οι απλές ακτινογραφίες κρανίου (αποκλεισμός κατάγματος κρανίου), η αξονική τομογραφία (CT) εγκεφάλου (στους ασταθείς αιμοδυναμικά πολυτραυματίες και στις βαριές κακώσεις κεφαλής), η μαγνητική τομογραφία (ΜRI) εγκεφάλου (υψηλή ευαισθησία για ενδοκράνιες βλάβες και ακίνδυνη όσον αφορά την ακτινοβολία) και ο υπερηχογραφικός έλεγχος (echo) εγκεφάλου (στα νεογνά και στα βρέφη με ανοιχτή πρόσθια πηγή). Σε όλες τις περιπτώσεις, την αποκλειστική ευθύνη για την επιλογή της απαιτούμενης διαγνωστικής εξέτασης φέρει ο νευροχειρουργός, μετά την κλινική εξέταση του παιδιού και σε καμιά περίπτωση αυτή δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους γονείς ή τους παιδιάτρους των τραυματισμένων παιδιών.